ἀναπλέω

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλέω Medium diacritics: ἀναπλέω Low diacritics: αναπλέω Capitals: ΑΝΑΠΛΕΩ
Transliteration A: anapléō Transliteration B: anapleō Transliteration C: anapleo Beta Code: a)naple/w

English (LSJ)

Ion. ἀναπλώω, Ep. ἀναπλείω (q.v.),
A sail upwards, go up-stream, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν we sailed up the strait, Od.12.234, cf. Hdt.2.97, 4.89; sail up the Hellespont, X.HG4.8.36:—Pass., ἀναπλεῖται ἐκ θαλάττης ὁ Πάδος Plb.2.16.10.
2 put out to sea, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι Il.11.22, cf. And.1.76, Decr. ap. D.18.184; ἀ. ἐπὶ τρόπαιον IG2.471.28.
3 float up, rise to the surface, ναυάγιον ἀ. Arist.Pr.932a1.
4 overflow, Ael.NA10.19.
II sail back, Hdt.1.78; of fish, swim back, Id.2.93.
2 metaph. of food, return from the stomach, for rumination, Ael.NA2.54.
III become loose, split off, of bone-splinters, Hp.Fract.24; ὀδόντες ἀναπλέουσι the teeth fall out, Id.Epid.4.19, cf. ἀναπλείω; of chalk-stones, come away, Orib.Syn.9.58.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀναπλείω
I 1navegar contra corriente, remontar gener. con indicación del punto de partida στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234, ἐκ Ναυκράτιος Hdt.2.97, ἀπὸ θαλάσσης ἐς τὸν Νεῖλον Th.1.104, cf. X.HG 4.8.36
de peces remontar ὀπίσω Hdt.2.93, εἰς τοὺς ποταμοὺς ἀναπλέουσι πολλοὶ τῶν ἰχθύων Arist.HA 601b20
en v. pas. ser navegable contra corriente ἀναπλεῖται δ' ἐκ θαλάττης Plb.2.16.10, del Guadalquivir, Str.3.2.3.
2 navegar de vuelta Τροίηθεν ἀνέπλε ε νηυσί Hes.Fr.43a.63, Κρήτηθεν ἀνέπλει Call.Del.309.
3 hacerse a la mar, navegar c. indicación de direcc. ἐς Τροίην Il.11.22, cf. Hes.Fr.23a19, εἰς Ἑλλήσποντον And.Myst.76, cf. Isoc.15.112, Decr. en D.18.184, Plb.1.25.9, 29.27.9, IG 22.1006.28, POxy.259.27 (I d.C.).
4 subir a la superficie ναυάγιον Arist.Pr.932a1, μύδροι Fauorin.de Ex.10.35.
5 sobrarse, desbordarse un río, Ael.NA 10.19.
II fig.
1 regurgitar la comida al rumiar, Ael.NA 2.54.
2 estar suelto o flotante ὀδόντες Hp.Epid.4.19, παρασχίδες ὀστέων Hp.Fract.24, de los artríticos ἀνέπλεεν ... μόρια τῶν πώρων Orib.Syn.9.58.2.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πλέω), 1) aufwärts schiffen, στεινωπόν, die Meerenge hinausfahren, Od. 12, 234; stroman schiffen, fahren, ἀπὸ θαλάττης εἰς Νεῖλον Thuc. 1, 104; pass., ὁ ποταμὸς ἐκ θαλάττης ἀναπλεῖται Pol. 2, 16, 10, der Fluß wird vom Meere aufwärts befahren; vgl. D. Hal. 3, 44; allgem., auf die hohe See fahren, absegeln, öfter Pol., wie ἀνάγεσθαι; von dem Zuge der Griechen nach Troja Hom. Iliad. 11, 22, s. Lehrs Aristarch. p. 119. – 2) zurücksegeln, Xen. Hell. 4, 8, 36; Dem. 32, 19; Pol. 5. 102. – 3) ὀδόντες ἀναπλέουσι, die Zähne fallen aus, Hippocr.; Nic. Th. 308.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπλεύσομαι, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 naviguer en remontant : στεινωπόν OD un détroit ; abs. remonter le cours d'un fleuve;
2 gagner la haute mer, s'embarquer pour une expédition;
3 remonter à la surface de l'eau;
4 déborder;
II. (ἀνά, en arrière);
1 naviguer en rebroussant chemin;
2 revenir en parl. d'aliments : τροφὴ ἀναπλέουσα ÉL nourriture qui revient de l'estomac dans la bouche des ruminants.
Étymologie: ἀνά, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλέω: ион. ἀναπλώω (fut. ἀναπλεύσομαι)
1 плыть вверх, против течения Her., Dem., Arst.: στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Hom. мы проплывали узкий пролив; ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι Hom. отплыть на кораблях в Трою; ὁ ποταμὸς ἀναπλεῖται Polyb. плавание совершается вверх по реке;
2 всплывать на поверхность (ναυάγιον ἀναπλεῖ Arst.);
3 плыть назад, плавать в обратном направлении Her., Xen., Dem., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλέω: Ἰων. -πλώω, Ἐπ. -πλείω: μέλλ. -πλεύσομαι: (ἴδε πλέω). Πλέω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνέρχομαι τὸ ῥεῦμα, πλέω ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Ὀδ. Μ. 234, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 97., 4. 89: - Παθ., ἀναπλεῖται ἐκ τῇς θαλάττης ὁ ποταμὸς Πολύβ. 2. 16, 10. 2) μεταβαίνω διὰ θαλάσσης εἰς τόπον τινά, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον Ἰλ. Λ. 22, πρβλ. Ἀνδοκ. 10. 28, Δημ. 290. 2. 3) ἐπιπλέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ναυάγιον ἀν Ἀριστ. Προβλ. 23, 5, 1. 4) ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ, Ἰακωψ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 19. ΙΙ. πλέω ὀπίσω διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, ἐπανέρχομαι διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 1. 78. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 36: - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἰχθύων, ἐπανέρχομαι, Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐπὶ τροφῆς, ἀνερχομένης ἐκ τοῦ στομάχου πρὸς ἀναμάσησιν, ἐπὶ μηρυκωμένων ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 2. 54. ΙΙΙ. ὀδόντες ἀναπλέουσι, πίπτουσιν, Ἱππ. 1125G., Νικ. Θ. 308· πρβλ. ἀνάπλευσις.

English (Autenrieth)

fut. inf. ἀναπλεύσεσθαι: sail up; στεινωπόν, Od. 12.234; ἐς Τροίην (over the high seas), Il. 11.22.

Greek Monolingual

ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) πλέω
πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων

Greek Monotonic

ἀναπλέω: Ιων. -πλώω, Επικ. -πλείω· μέλ. -πλεύσομαι·
I. 1. πλέω προς τα πάνω, πλέω ενάντια στο ρεύμα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταβαίνω κάπου μέσω της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.
II. πλέω πίσω μέσω του ίδιου δρόμου, επανέρχομαι μέσω της θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ψάρια, κολυμπώ προς τα πίσω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

I. to sail up, to go up stream, c. acc., Od.
2. to put out to sea, Il., Dem.
II. to sail the same way back again, sail back, Hdt., Xen.:—of fish, to swim back, Hdt.

Lexicon Thucydideum

contrario flumine vebi, to be carried by a counter-current, 1.104.2, [pro for ἅμα πλεῖν vulgo commonly 6.42.1.]