ἀναπόδισις

German (Pape)

[Seite 203] ἡ, u. ἀναποδισμός, ὁ, das Zurückgehen, Hesych., die Wiederholung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδισις: -εως, ἡ, τὸ ὀπισθοχωρεῖν, ἡ ὀπισθοδρόμησις, «ἀνάλυσις, ἤτοι ἀναπόδισις καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐπάνοδος» Τρικλιν. ἐν Σοφ. Ἠλ. 142.