ἐπάνοδος
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
English (LSJ)
ἡ,
A rising up, ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον Pl.R. 532b, cf. 521c; of phlegm from the lungs, Hp.Acut.17.
II return, LXX Si.17.24, etc.; εἰς τὴν Ἑλλάδα Plu.Tim.38; ὡς ἐπί τινα νύσσαν Iamb. inNic.p.76P.; to one's country, ταχυτέραν ποιήσασθαι τὴν ἐ. E.Ep.2.2, cf. Hdn.8.7.7: metaph., ascent of the soul, Dam.Pr.75; simply, journey, PLips.45.17 (iv A.D.).
2 in speaking, recapitulation, Pl.Phdr.267d, Arist.Rh.1414b2.
b fuller statement of a point, Alex.Fig.2.7, Tib.Fig.45, etc.
German (Pape)
[Seite 903] ὴ, 1) der Aufgang, das Hinausgehen, ἡ ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάν. Plat. Rep. VII, 532 b. – 2) der Rückweg, die Rückkehr, Plut. Timol. 38 u. a. Sp. – Plat. Phaedr. 267 d τὸ τέλος τῶν λόγων, ᾡ τινες ἐπάνοδον τίθενται ὄνομα, der Schluß, wie Rhett.; vgl. Quinct. 9, 3, 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 action de s'élever, ascension;
2 retour.
Étymologie: ἐπί, ἄνοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάνοδος: ου ἡ
1 подъем, вознесение (ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον Plat.);
2 возвращение (εἰς τὴν Ἑλλάδα Plut.);
3 рит. сжатое повторение изложенного, рекапитуляция Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάνοδος: ἡ, πορεία πρὸς τὰ ἄνω, ἄνοδος, ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον Πλάτ. Πολ. 532Β, πρβλ. 521C. ΙΙ. ἐπιστροφὴ οἷον τῆς πνοῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386Β· ἐπιστροφὴ εἰς τὴν πατρίδα, Ἐπιστ. Εὐρ. 2. 12, Ἡρῳδιαν. 8. 7. 2) ἐν τῷ λόγῳ, ἀνακεφαλαίωσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 267D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 3· πρβλ. Ἀλέξ. π. Σχημάτ. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 8, σ. 465. ζ΄, Φοιβάμ. αὐτόθι 499, 10, Τιβέρ. αὐτόθι 572, με΄, κλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπάνοδος)
1. επιστροφή, γυρισμός («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», Πλούτ.)
2. γυρισμός στην πατρίδα
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα τμήμα λόγου (πρόταση, περίοδο κ.λπ.) τις λέξεις του προηγούμενου, αλλά με αντίστροφη τάξη
αρχ.
1. πορεία προς τα πάνω, άνοδος («εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος», Πλάτ.)
2. ανάταση της ψυχής
3. (για λόγο) ανακεφαλαίωση («προοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῖς δημηγορίαις», Αριστοτ.)
4. διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άν-οδος].
Greek Monotonic
ἐπάνοδος: ἡ,
I. πορεία προς τα πάνω, άνοδος, σε Πλάτ.
II. λέγεται στον λόγο, ανακεφαλαίωση, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπ-άνοδος, ἡ,
I. a rising up, Plat.
II. in speaking, recapitulation, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
recapitulation
Bulgarian: резюме; Catalan: recapitulació; Chinese Mandarin: 概括; Czech: rekapitulace; Dutch: recapitulatie; Finnish: yhteenveto; French: récapitulation; German: Rekapitulation; Greek: ανακεφαλαίωση; Ancient Greek: ἀνακεφαλαίωσις, ἐπανακεφαλαίωσις, ἐπάνοδος, ξυλλογή, παλιλλογία, συγκεφαλαίωσις, συγκορύφωσις, συλλογή, σύνοψις; Irish: achoimriú; Italian: ricapitolazione; Japanese: 要約; Korean: 개요; Latin: recapitulatio; Polish: streszczenie; Portuguese: recapitulação; Russian: суммирование; Scottish Gaelic: ath-innse; Spanish: recapitulación; Swedish: rekapitulering, sammanfattning, rekapitulation