ἀναριστία

English (LSJ)

ἡ, want of breakfast, Hp.Vict.3.75 (pl.); prob. for ἀναρίστησις, ib. 4.90.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ dieta, ayuno Hp.Vict.3.75, 4.89.

German (Pape)

[Seite 205] ἡ, = ἀναρίστησις, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱριστία: ἡ, τὸ μὴ λαμβάνειν ἄριστον, πρόγευμα, ἀναρίστησις, Ἱππ. 371. 38, κατὰ πληθ.· καὶ οὕτω πιθ. ἐν 379. 17, ἔνθα ἀναγινώσκομεν ἀναρίστησις.

Greek Monolingual

ἀναριστία, η (Α) ανάριστος
το να μην τρώει κανείς πρόγευμα, έλλειψη προγεύματος.