ἀναρυστήρ

German (Pape)

[Seite 206] ῆρος, ὁ, Schöpfeimer, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρυστήρ: ῆρος, ὁ, ἄντλημα, «κοιν. «κουβᾶς» - «ἀναρυστῆρα, ἐν ᾧ ο οἶνος ἀνιμᾶται» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ cazo para sacar vino, Hsch.