ἄντλημα

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντλημα Medium diacritics: ἄντλημα Low diacritics: άντλημα Capitals: ΑΝΤΛΗΜΑ
Transliteration A: ántlēma Transliteration B: antlēma Transliteration C: antlima Beta Code: a)/ntlhma

English (LSJ)

-ατος, τό, bucket for drawing water, Plu.2.974e, Sch.Ar.Ra.1332, Ev.Jo.4.11.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cubo o cangilón para sacar agua, Plu.2.974e, Hero Dioptr.p.212.18, Sch.Ar.Ra.1332 Dindorf, PFlor.384.17.

German (Pape)

[Seite 264] τό, das Schöpfen, Plut. Sol. an. 21, von einer Art Pumpwerk; auch das Schöpfgefäß, Nonn.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de seau pour puiser (~ écope).
Étymologie: ἀντλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄντλημα: ατος τό черпалка, ковш, ведро Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντλημα: -ατος, τό, = ἀντλητήριον, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, Πλούτ. 2. 974Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332· οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 11. 2) ἐπίχυσις ὕδατος ἐπὶ πάσχοντος μέρους τοῦ σώματος, Διοσκ. 4.64.

English (Strong)

from ἀντλέω; a baling-vessel: thing to draw with.

English (Thayer)

ἀντλητος, τό;
a. properly, what is drawn, (Dioscor. 4,64).
b. the act of drawing water (Plutarch, mor. (de solert. an. 21,1), p. 974e. (but this example belongs rather under c.)).
c. a thing to draw with (cf. Winer's Grammar, 93 (89)), bucket and rope let down into a well: John 4:11.

Greek Monolingual

το (Α ἄντλημα)
νεοελλ.
ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση
αρχ.
κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού.

Greek Monotonic

ἄντλημα: -ατος, τό, κουβάς για ανάβλυση, άντληση νερού, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from ἀντλέω
a bucket for drawing water, NTest.

Chinese

原文音譯:¥ntlhma 安特累馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:汲水(物)
字義溯源:舀水器具,吊桶,打水器具;源自(ἀντλέω)=舀上來);而 (ἀντλέω)出自(ἄντλημα)X*=艙)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 打水器具(1) 約4:11