ἀνασηκόω

English (LSJ)

make up what is wanting by adding weight, compensate for, τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, cf. Ar.Fr.743; αἱ γενέσεις ἀ. τὰς φθοράς Arist. ap. Stob.1.34.2 (where in Mu.397b3 codd. give ἐπαναστέλλουσι).

Spanish (DGE)

1 compensar τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράς l. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.Mu.397b3, cf. Ar.Fr.743, D.C.50.3.1.
2 en v. med. encogerse ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοι Gr.Naz.M.35.692B.

German (Pape)

[Seite 207] durch ein zugesetztes Gewicht das Fehlende ersetzen, oder die Wirkungverändern, Hippocr., B. A. ἀντιθεῖναι καὶ ἀντιστῆσαι, auch ἀνταποδοῦναι, Suid., der Ar. citirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασηκόω: ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ ἀντισηκόω, Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.