ἀνασκώπτω

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκώπτω: σκώπτω, «ἀνεικάσασθε, ἀνασκώψατε, σκῶμμα» Ἡσύχ., Α. Β. 396. 24.

Spanish (DGE)

remedar Phot.p.130R., AB 396.