σκῶμμα
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
σκώμματος, τό, (σκώπτω) jest, gibe, joke, scoff, witticism, quip, sneer, Eup.159.15,244, Ar.Nu.542, Pax750, Pl.316, Pl.R. 452b, etc.; ἐν σκώμματος μέρει = by way of a joke, Aeschin.1.126; εἰς γέλωτα καὶ σκώμματ' ἐμβαλεῖν = to reduce the matter to laughter and jokes D.54.13; εἰς σκῶμμα καταστῆναι Lys.Fr.75; σκῶμμα παρὰ γράμμα a pun, Arist.Rh.1412a29; it generally implies scurrility, but not necessarily, v. EN1128a30, cf. Thphr. ap. Plu.2.631e.
German (Pape)
[Seite 909] τό, Scherzrede, Spottrede, Neckerei, Witz; Ar. Pax 734 Plut. 316; Plat. Euthyphr. 11 c; τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα, Rep. V, 452 b; Xen. Cyr. 2, 2, 28; εἰς γέλωτα καὶ σκώμματα ἐμβαλεῖν, Dem. 54, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
raillerie, sarcasme.
Étymologie: σκώπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῶμμα -ατος, τό [σκώπτω] spot, grap:. πονηρὰ σκώμματα slechte of flauwe grappen Aristoph. Nub. 542.
Russian (Dvoretsky)
σκῶμμα: ατος τό шутка, острота Arph., Plat., etc.: ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. в виде шутки; τὸ παρὰ γράμμα σκῶμμα Arst. игра слов (близких по буквенному составу).
Greek Monolingual
το / σκῶμμα, -ώμματος, ΝΜΑ σκώπτω
πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός
αρχ.
φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» — χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.)
β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» — λογοπαίγνιο (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
σκῶμμα: -ατος, τό (σκώπτω), χλεύη, αστεϊσμός, σαρκασμός, χαριεντισμός, εμπαιγμός, σε Αριστοφ.· ἐν. σκώμματος μέρει, ανεκδοτολογικώς, εν είδει αστεϊσμού, σε Αισχίν.· σκῶμμα παρὰ γράμμα, λογοπαίγνιο, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶμμα: τό, (σκώπτω) παιδιά, ἀστεϊσμός, «πείραγμα», ἐμπαιγμός, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 1. 15, ἐν «Προσπαλτίοις» 2, Ἀριστοφ. Νεφ. 542, Εἰρ. 750, Πλ. 316, Πλάτ., κλπ.· ἐν σκώμματος μέρει, ἐν εἴδει ἀστείας παιδιᾶς, Αἰσχίν. 17. 41· εἰς σκ. καταστῆναι Λυσ. Ἀποσπ. 45· σκ. παρὰ γράμμα, παιδιὰ ἐν λόγοις, «λογοπαίγνιον», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6· καθόλου ὑποθέτει βωμολοχικωτέραν γλῶσσαν ἀλλ’ οὐχὶ ἀναγκαίως, ἴδε Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 9 κἑξ.
Middle Liddell
σκῶμμα, ατος, τό, σκώπτω
a jest, joke, gibe, scoff, Ar.; ἐν σκώμματος μέρει by way of a joke, Aeschin.; σκ. παρὰ γράμμα a pun, Arist.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πείραγμα). Ἀπό τό σκώπτω (=περιπαίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
jest
Bulgarian: шега, закачка; Czech: žert, šprým, vtip, legrace; Esperanto: ŝerco, blago; Finnish: pila, vitsi; Galician: broma, brinqueta; Georgian: ხუმრობა, ოხუნჯობა; German: Witz, Scherz; Ancient Greek: χλεύη, σκῶμμα; Hungarian: tréfa, tréfálkozás; Ingrian: pilkka; Italian: scherzo, barzelletta, battuta, celia, arguzia, facezia; Kazakh: әжуа, ажуа; Latin: iocus; Macedonian: шега; Maori: takao; Ottoman Turkish: اویون; Pashto: ټوکه; Persian: شوخی, مزاح; Plautdietsch: Spos; Portuguese: gracejo, piada; Russian: насмешка, острота; Scottish Gaelic: fealla-dhà; Spanish: broma, chiste; Yiddish: שפּאַס, קאַטאָוועס