ἀνασοβή: ἡ, ταραχή, θόρυβος, «ἀνασοβῆς καὶ στάσεως πρόφασιν» Ἀθαν. τόμ. 1, σ. 174Β ἔκδ. Βενεδ.
-ῆς, ἡdisturbio, alboroto, A.Pass.Andr.7 (p.16.14), Constantius Imp. en Ath.Al.Apol.Sec.55.6.