ἀναστηλιτεύω

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστηλῑτεύω: γράφω τι ἐπὶ στήλης καὶ καθιστῶ αὐτὸ γνωστὸν τοῖς πᾶσιν, ἀγγέλλω, γνωστοποιῶ, «ταῦτα δὴ καθ᾿ ἡμῶν κατὰ πᾶσαν ἐπαρχίαν ἀνεστηλιτεύετο» Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. σ. 447. 33.

Spanish (DGE)

proclamar públicamente, publicar ταῦτα δὴ καθ' ἡμῶν Eus.HE 9.7.15, cf. 9.11.2.