ἀναφοίτησις

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφοίτησις: -εως, ἄνοδος, τὴν εἰς οὐρανοὺς .. ἀναφοίτησιν Ἀθανάσ. 2. σ. 1118C. (Ἀνέκδ. Οὐολφ. τόμ. 2. σ. 346).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ascensión τὴν εἰς οὐρανοὺς τοῦ Χριστοῦ ἀναφοίτησιν Cyr.Al.M.69.752A, cf. 789D.