ἀναφοβέω
English (LSJ)
frighten away, Ar.V.670.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 214] aufscheuchen, erschrecken, Ar. Vesp. 670.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφοβέω: ἐκφοβῶ, ἐπαπειλούντες τοιαυτὶ κἀναφοβοῦντες, δώσετε τὸν φόρον, ἢ βροντήσας τὴν πόλιν ὑμῶν ἀνατρέψω Ἀριστοφ. Σφ. 670.
Greek Monotonic
ἀναφοβέω: μέλ. -ήσω, εκφοβίζω, σε Αριστοφ.