Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)
κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω
αρχ.
παθ. ἐκφοβοῦμαι
φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.