ἀνδοκεύς

English (LSJ)

ἀνάδοχος, Hsch.

Spanish (DGE)

v. ἀναδοχεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδοκεύς: έως, ὁ, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀνάδοχος, ἀλλ’ ἴσως γραπτέον ἀναδοχεύς.