ἀνδρειών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, poet. for ἀνδρεών, ἀνδρών, AP9.322 (Leon.).

Spanish (DGE)

v. ἀνδρών.

German (Pape)

[Seite 217] = ἀνδρών, Leon. T 47 (IX, 322).

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρειών: ῶνος ὁ Anth. = ἀνδρών.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρειών: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀνδρεών, ἀνδρών.

Greek Monotonic

ἀνδρειών: ὁ, ποιητ. αντί ἀνδρεών, ἀνδρών.