ἀνδρών
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, men's apartment in a house, banqueting-hall, Hdt. (v. infr., usually ἀνδρέων, e.g. Hdt. 1.34, al., IG 14.291 (Segesta), etc.; similarly Ep. ἀνδρείων.) εὐτράπεζοι, εὔξενοι, A.Ag.244, Ch.712, cf. E.HF954, X.Smp.1.4, etc. ἀνδρεών (q.v.); Ep. ἀνδρειών (q.v.).
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
• Alolema(s): jón. ἀνδρεών Hdt.1.34, 3.77, 4.95, IG 14.291 (Segesta), PLond.978.7 (IV d.C.), PFlor.285.12 (VI d.C.); ἀνδρειών AP 9.322 (Leon.)
• Morfología: [ac. sg. panf. ἀδριιōνα IPamph.3.8 (Silión IV a.C.)]
1 habitación para hombres ἀνδρῶνας εὐτραπέζους A.A.244, εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους A.Ch.712, ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐκκομίσας Hdt.1.34, αὐτοὶ δὲ ἤισαν δρόμῳ ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Hdt.3.77, cf. 4.95, E.HF 954, Ar.Ec.676, Fr.72, X.Smp.1.4, IG 11(2).161A.18 (Delos III a.C.), 14.291 (Segesta), PSI 547.14 (III a.C.), PTeb.795.6 (III a.C.), I.BI 2.503, AI 15.199, Babr.136.6, Fest.p.22, Plu.2.148c, Philostr.VA 4.25, PLond.978.7 (IV d.C.), PFlor.285.12 (VI d.C.), Eust.1573.28.
2 en Roma pasillo entre dos habitaciones o patios de una casa Vitr.6.7.5, Plin.Ep.2.17.22.
German (Pape)
[Seite 219] ῶνος, ὁ, Wohnzimmer der Männer, Speisezimmer der Männer, Aesch. Ag. 235 Ch. 701; Xen. Conv. 1, 4; Ar. Eccl. 676 τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοὰς ἀνδρῶνας πάντα ποιήσω, zu Speisesälen machen, komisch im Munde der Frauen.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
appartement des hommes.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρών: ῶνος ὁ мужская половина в доме Aesch., Eur., Arph., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρών: -ῶνος, ὁ, τὸ διὰ τοὺς ἄνδρας διαμέρισμα τῆς οἰκίας, ἡ αἴθουσα τῶν συμποσίον, ἢ τὸ δειπνητήριον, κτλ., Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), κτλ.· εὐτράπεζοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 243, εὔξενοι, Χο. 712, Εὐρ., Ξεν., κτλ.· Ἰων. ἀνδρεὼν Ἡρόδ. 1. 34., 3. 77, καὶ ἀλλ.· Ἐπ. ἀνδρειὼν Ἀνθ. Π. 9. 332: - ὡσαύτως ἀνδρωνῖτις, ιδος, ἡ, Λυσ. 92. 29, Ξεν. Οἰκ. 9. 6: - ἀντιτίθενται τὰ γυναικών, γυναικωνῖτις. ΙΙ. παρὰ Ρωμαίοις, δίοδος μεταξὺ δύο αὐλῶν τῆς οἰκίας, Βιτρούβ. 6. 10 § 52.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνδρών: -ῶνος, ὁ (ἀνήρ), τα διαμερίσματα των ανδρών σ' ένα σπίτι, η αίθουσα των συμποσίων κ.λπ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. ἀνδρεών, σε Ηρόδ., Επικ. -ειών, σε Ανθ.· επίσης ἀνδρωνῖτις, -ιδος, ἡ, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀνήρ
the men's apartment in a house, the banqueting hall, etc., Hdt., Aesch., etc.; ionic ἀνδρεών, Hdt.; epic -ειών, Anth.:—also ἀνδρωνῖτις, ιδος, ἡ Xen.
English (Woodhouse)
chamber for men, men's apartments, men's quarters in a house, men's quarters