ἀνδρωνύμιον

English (LSJ)

[ῠ], τό, proper name, Theognost.Can.9, Sch.Ar.V.1239.

Spanish (DGE)

-ου, τό nombre de persona Theognost.Can.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρωνύμιον: [ῠ], τό, (ἀνήρ, ὄνομα) ἀνδρὸς ὄνομα, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Θεογνώστ. Καν. 9 καὶ ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1231: - ἀνδρωνῠμικόν (δηλ. ὄνομα), τό, ὄνομα μεταβιβασθὲν ἀπὸ ζῴου εἰς ἄνθρωπον· π.χ. Σκύμνος, Πῶλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319.