ἀνεγέρμων
English (LSJ)
ἀνεγέρμον, gen. ονος, wakeful, κύνες AP9.558 (Eryc.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
despierto, vigilante κύνες AP 9.558 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 219] aufgewacht, κύνες κοίτας ἀν., vom Lager, Eryc. 7 (IX, 558).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui s'éveille, qui se lève.
Étymologie: ἀνεγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεγέρμων: 2, gen. ονος разбуженный, проснувшийся (κύνες κοίτας ἀνεγέρμονες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεγέρμων: -ον, γεν. -ονος, ἔξυπνος, ἄγρυπνος, κύνες Ἀνθ. ΙΙ. 9. 558.