ἀνεκλιπής

English (LSJ)

ἀνεκλιπές, = ἀνέκλειπτος, LXX Wi.7.14,8.18.

Spanish (DGE)

-ές
inagotable de la sabiduría ἀνεκλιπὴς γὰρ θησαυρός ἐστιν ἀνθρώποις LXX Sap.7.14, αὐτῆς πλοῦτος ἀνεκλιπής LXX Sap.8.18, πλοῦτος ἀ. ἡ δυσθήρατός ἐστι σοφία Clem.Al.Strom.5.4.23 (var. ἀνεκλειπής).

German (Pape)

[Seite 221] ές, LXX, = ἀνέκλειπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκλῐπής: -ές, = ἀνέκλειπτος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ζ΄, 14, η΄, 18).