inagotable
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Spanish > Greek
δυσεξανάλωτος, ἀλιπής, ἀνεκλιπής, ἀνεξάντλητος, ἀδαπάνητος, ἀκατάτριπτος, ἄφθαρτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάλειπτος, ἀτελής, ἀμέτρητος, ἀκένωτος, ἀέναος, ἀνέκλειπτος, διαρκής