ἀνεκπόμπευτος
German (Pape)
[Seite 221] Sp., nicht bekannt geworden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπόμπευτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεικνύμενος, ἐπίρρ. ἀνεκπομπεύτως, ἄνευ πομπῆς ἢ ἐπιδείξεως, Διον. Ἀεροπ. σ. 63. 151, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no sale a la luz pública, secreto μύησις Dion.Ar.EH 130.9.
2 adv. -ως sin ostentación pública Dion.Ar.EH 97.16.