ἀνεκπύρωτος

English (LSJ)

not set on fire, Olymp.in Mete.12.25.

Spanish (DGE)

-ον
que no produce fuego καπνώδης ἀναθυμίασις Olymp.in Mete.12.25, 206.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκπύρωτος: -ον, ὁ μὴ πυρποληθείς, Νικηφ. Βλεμμ. Ἐπιτ. φυσ. σ. 15.