ἀνεκτικός

English (LSJ)

ἀνεκτική, ἀνεκτικόν, (ἀνέχομαι) enduring, patient, τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.Epict.2.22.36. Adv. ἀνεκτικῶς Hierocl. inCA12p.447M.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sufrido, paciente c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual Arr.Epict.2.22.36, διδαχή Euthal.Epp.Paul.M.85.768C.
2 adv. -ῶς pacientemente ἀκροᾶσθαι Hierocl.in CA 12.6.

German (Pape)

[Seite 221] duldsam, geduldig, M. Anton. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτικός: -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνεκτικός, -ή, -όν) ανέχω
ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός.