ἀνεκτότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ,1 endurableness, Glossaria2 freedom Mac.Aeg.M.34.553B, ἀνεκτότης βίου Basil.M.31.625D.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 aguante, Gloss.2.225.
2 libertad Mac.Aeg.M.34.553B, ἀνεκτότης βίου Basil.M.31.625D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτότης: -ητος, ἡ, τὸ ἀνεκτὸν εἶναι, Γλωσσ.