ἀνεπίλυτος
English (LSJ)
ἀνεπίλυτον,
A unbandaged, Critoap.Gal.13.708.
II unsolued, Olymp.in Cat.111.15.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. que no ha sido cambiado de venda de un miembro, Crito en Gal.13.708
•no resuelto, sin resolver ἡ ἀπορία Olymp.in Cat.111.15.
2 del que uno no puede liberarse, obligatorio ἐνορκῶ τρὶς θ' μῆνας ἀνεπιλύτους μηδένα ἕτερον ἐπεισενεχθῆναι MAMA 8.234a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίλυτος: -ον, ἐπιδεδεμένος, ἀνεπίλυτον ἕλκος Γαλην.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίλυτος, -ον)
αυτός που δεν λύθηκε ή δεν έχει λύση
αρχ.
(πληγή) που έχει ακόμη τον επίδεσμο.