ἀνεπαφρόδιτος

English (LSJ)

ἀνεπαφρόδιτον, = ἀναφρόδιτος, X.Smp.8.15, Com.Adesp.123, Alciphr.3.60.

Spanish (DGE)

-ον
que no inspira amor ἡ δὲ τῆς ψυχῆς φιλία X.Smp.8.15, οἰκήτωρ Alciphr.3.24.3 (= Fr.Com.Adesp.123K.), φιλήματα cóm. en Et.Gen.852.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Liebreiz, Alciphr. 3, 80; compar. Xen. Conv. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans grâce.
Étymologie: , ἐπαφρόδιτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπαφρόδῑτος: лишенный прелести, непривлекательный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπαφρόδῑτος: -ον, = ἀναφρόδιτος, Ξεν. Συμπ. 8, 15, Ἀλκίφρ. 3. 60.

Greek Monolingual

ἀνεπαφρόδιτος, -ον (Α) επαφρόδιτος
ο αναφρόδιτος.

Greek Monotonic

ἀνεπαφρόδῑτος: -ον = ἀναφρόδιτος, σε Ξεν.

Middle Liddell

= ἀναφρόδιτος