ἀναφρόδιτος
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ἀναφρόδιτον,
A devoid of love, that is unaware of love, without Ἀφροδίτη, not enjoying the favours of Aphrodite, Plu. 2.751e, etc.; ἀναφρόδιτος εἰς τὰ ἐρωτικά = unlucky in love, unfortunate in love Luc.DDeor.15.2; loveless, μίξεις D.Chr.7.133.
2 insensible to love, insensitive to love Plu.2.57d,Jul.Mis. 347c.
3 without charms, Plu.Ant.4, Gell.1.5.3, etc.
Spanish (DGE)
(ἀναφρόδῑτος) -ον
I contrario a Afrodita de la pederastia ἀσχήμων καὶ ἀ. Plu.2.751e
•no favorecido por Afrodita, desgraciado en amores de Apolo, Luc.DDeor.15.2, como insulto Mim.Fr.Pap.Adult.66.
II 1no amoroso, sin amor μίξις D.Chr.7.133, μοιχεία Ach.Tat.5.25.5, cf. 8.12.4.
2 sin atractivo τὸ ἐρωτικόν Plu.Ant.4, de pers., Gell.1.5.3, de ciu., Lib.Or.11.271, cf. Phryn.PS p.29.18.
III insensible al amor Plu.2.57d, Iul.Mis.347c.
German (Pape)
[Seite 214] (Ἀφροδίτη), ohne Liebreiz, Plut. Ant. 4; ohne Liebesgenuß, amator. 5; keinen Sinn für Liebe habend, Discr. am. et ad. 20; aber ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, Luc. Dial. D. 15, 2, unglücklich in der Liebe.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne connaît pas l'amour;
2 sans grâce, sans charme.
Étymologie: ἀ, Ἀφροδίτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφρόδῑτος:
1 не знающий радостей любви Plut.; несчастный в любовных делах (ἀ. εἰς τὰ ἐρωτικά Luc.);
2 непривлекательный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφρόδῑτος: -ον, ὁ ἄνευ Ἀφροδίτης, ὁ μὴ ἀπολαύων τῆς εὐνοίας καὶ τῶν χαρίτων αὐτῆς, Πλούτ. 2. 751Ε, κτλ.· ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, ἀτυχὴς εἰς τοὺς ἔρωτας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 15. 2. 2) ἀναίσθητος πρὸς τὸν ἔρωτα, Πλουτ. 2. 57D. 3) Λατ. invenustus, ὁ ἄνευ χαρίτων, ἄνευ θελγήτρων, Πλουτ. Ἀντ. 4. κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναφρόδιτος, -ον) Αφροδίτη
εκείνος που πάσχει από αναφροδισία
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία
αρχ.
1. άτυχος στον έρωτα
2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα.
Greek Monotonic
ἀναφρόδῑτος: -ον (Ἀφροδίτη), αυτός που δεν έχει την εύνοια της Αφροδίτης, σε Πλούτ., Λουκ.
2. Λατ. invenustus, αυτός που δεν έχει γοητεία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Ἀφροδίτη
1. without the favour of Venus, Plut., Luc.
2. Lat. invenustus, without charms, Plut.