ἀνεπικώλυτος

English (LSJ)

ἀνεπικώλυτον, unhindered, J.AJ18.6.4, Onos.35.2. Adv. ἀνεπικωλύτως = without let or hindrance, IPE2.52 (Panticapaeum); without restraint, D.S. 17.116, Decr. ap. J.AJ19.5.3, Alciphr.3.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 ilimitado αὐτῷ ἀποτίσαντι ... ἀνεπικώλυτος ἦν ἡ φιλία τοῦ Τιβερίου I.AI 18.165, τοῖς στρατιώταις ἀνεπικώλυτον ὠφέλειαν Onas.35.1.
2 adv. -ως sin obstáculo, libremente τὸ χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀ. D.S.2.21, διῆλθε D.S.17.116, πάτρια ἔθη ἀ. φυλάσσειν Decr. en I.AI 19.290, cf. IPE 2.52.12 (Panticapeo), IG 92.755b.11 (Lócride I d.C.), 756.5 (Lócride I d.C.), IG 12(1).3.3 (Rodas III d.C.), Alciphr.3.5.3, SB 5175.13 (IV d.C.), PMonac.13.50 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 224] ungehindert, Schol. Ar. Equ. 525; adv. -λύτως, Alciphr. 3, 8; Diod. Sic. 2, 21, wo sonst ἀνεπικαλύπτως stand.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπικώλῡτος: -ον, ἀκώλυτος, ἀνεμπόδιστος, Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 18. 6, 4. - Ἐπίρρ. -τως, ἀνεμποδίστως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2114bb· χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀνεπικωλύτως, ἀκωλύτως, ἐλευθέρως, Διόδ. 2. 21, πρβλ. Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 7.