ἀνεπικωλύτως

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπικωλύτως: (ῡ) беспрепятственно (χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς Diod.).

Spanish

libremente