ἀνευρυσματώδης

English (LSJ)

ἀνευρυσματῶδες, like an aneurism, Aët.15.10, Paul.Aeg.6.38.

Spanish (DGE)

-ες
medic. parecido a un aneurisma Aët.15.10, Paul.Aeg.6.38 (var.).

Greek Monolingual

-ες
Ιατρ.
όγκος ή θύλακας με χαρακτηριστικά ανευρύσματος.

German (Pape)

ἀνεύρυσμα-artig.