θύλακας
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
ο (Α θύλαξ)
θύλακος
νεοελλ.
στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα του εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θύλακος. Σχηματίστηκε πιθ. υποχωρητικά < θυλάκ-ιον, υποκορ. του θύλακος είτε < θύλακος, που έδιδε την αίσθηση γεν. ουσ. σε -αξ κατά το σχήμα φύλακος-φύλαξ, πίδακος-πίδαξ κ.τ.ό. Βλ. και θύλακος.