ἀνθεσίχρως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, variegated, πέρκη Matro Conv.51.

Spanish (DGE)

-ωτος polícromo πέρκη Matro Conu.51.

German (Pape)

[Seite 231] πέρκη, die blumenfarbige, Matron. bei Ath. IV, 135 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεσίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ποικίλος, ὁ ἀνθηρὸν ἔχων χρῶμα, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Ε.

Greek Monolingual

ἀνθεσίχρως, ο, η (Α)
ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός.