ἀνθρακευτός

English (LSJ)

ἀνθρακευτή, ἀνθρακευτόν, which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede ser carbonizado de ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.

German (Pape)

[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.

Greek Monolingual

ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.