ἀνθρωπογράφος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, painter of men, Plin.HN35.113.

Spanish (DGE)

-ον pintor de hombres Plin.HN 35.113.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, Menschenmaler.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπογράφος: ὁ живописец-портретист Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν ἀνθρώπους ἐν Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 35. 37.

Greek Monolingual

ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.