ἀνθρωπόβρωτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόβρωτος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀνθρώπων βιβρωσκόμενος, «τὸ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ἢ γενέσθαι ἰχθυόβρωτον καὶ τὸν ἰχθὺν ἀνθρωπόβρωτον οὔτε τὸν ἄνθρωπον εἰς ἰχθὺν ἀναλύει οὔτε τὸν ἰχθὺν εἰς ἄνθρωπον» Ἰουστ. Μάρτ. σ. 541.
Spanish (DGE)
-ον comestible ἰχθύς Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1477B.