ἀνθρωπόνους

English (LSJ)

-ουν, contr. for ἀνθρωπόνοος.

Spanish (DGE)

-ουν
inteligente, dotado de inteligencia humana τὸ ζῷον Str.15.1.29, γένος πιθήκων Ael.NA 16.10.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. ἀνθρωπόνοος.

German (Pape)

zsgznaus ἀνθρωπόνοος.