ἀνθρωπόνοος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπόνοος Medium diacritics: ἀνθρωπόνοος Low diacritics: ανθρωπόνοος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΝΟΟΣ
Transliteration A: anthrōpónoos Transliteration B: anthrōponoos Transliteration C: anthroponoos Beta Code: a)nqrwpo/noos

English (LSJ)

ἀνθρωπόνοον, contr. ἀνθρωπόνους, ἀνθρωπόνουν, with human understanding, intelligent, πίθηκοι Ael.NA16.10: Sup. -νούστατος Str.15.1.29.

German (Pape)

[Seite 234] zsgz. -νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόνοος: οον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων ἀνθρώπινον νοῦν, εὐφυής, γένος πιθήκων ἀνθρωπόνουν Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑπερθ. -νούστατος, ἀνθρωπονούστατον τὸ ζῷον Στράβ. 699.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
doué d'intelligence humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, νοῦς.