ἀνθώδης
English (LSJ)
ἀνθῶδες,
A flowerlike, Thphr. HP 1.13.1.
II full of flowers, τόπος Sch.Nic.Th.438.
Spanish (DGE)
-ες
1 coloreado οὔτε ἀνθῶδες οὔτε δίχρουν Thphr.HP 1.13.1.
2 florido τόπος Sch.Nic.Th.440.
German (Pape)
[Seite 236] ες, blumenreich, blumig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθώδης: -ες, (ἄνθος, εἶδος) ὁμοιάζων πρὸς ἄνθος, πλήρης ἀνθέων, ὡς καὶ νῦν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 13, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀνθώδης)
1. γεμάτος λουλούδια
2. αυτός που μοιάζει με λουλούδι.