ἀνικμάζω
English (LSJ)
draw up, Sch.Nic.Al.524:—Pass., evaporate, Dsc.4.64:—hence ἀνικμαστέον, Philum.Ven.16.6.
Spanish (DGE)
1 chupar ἰόν Sch.Nic.Al.524.
2 en v. med.-pas. evaporarse μετὰ τὸ τὰς δρόσους ἀνικμασθῆναι Dsc.4.64.
Greek Monolingual
ἀνικμάζω (Α) άνικμος
1. βγάζω, αποπνέω
2. εξατμίζομαι, στεγνώνω.
German (Pape)
(ἄνικμος), abtrocknen, Diosc.