αποπνέω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
(AM ἀποπνέω)
1. αναδίδω οσμή, μυρίζω
2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω
μσν.
παύω να πνέω
αρχ.
1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω
2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι
3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει
4. αναπνέω δυνατά
5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση, εξατμίζομαι
6. πνέω, φυσάω από κάπου
7. (για φώτα) σβήνομαι.