Ep. for ἀνέφελος.
v. ἀνέφελος.
c. ἀνέφελος.
bei Sp. Ep. = ἀνέφελος.
ἀννέφελος: Hom. v.l. = ἀνέφελος.
ἀννέφελος: Ἐπ. ἀντὶ ἀνέφελος.
ἀννέφελος: Επικ. αντί ἀνέφελος.