ἀννέφελος

English (LSJ)

Ep. for ἀνέφελος.

Spanish (DGE)

v. ἀνέφελος.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνέφελος.

German (Pape)

bei Sp. Ep. = ἀνέφελος.

Russian (Dvoretsky)

ἀννέφελος: Hom. v.l. = ἀνέφελος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀννέφελος: Ἐπ. ἀντὶ ἀνέφελος.

Greek Monotonic

ἀννέφελος: Επικ. αντί ἀνέφελος.