ἀννεῖται

English (LSJ)

Ep. for ἀνανεῖται, from ἀνανέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀννεῖται: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἀνανεῖται, ἐκ τοῦ ἀνανέομαι.

English (Autenrieth)

see ἀνανέομαι.

Greek Monotonic

ἀννεῖται: Επικ. αντί ἀνα-νεῖται, γʹ ενικ. του ἀνανέομαι.

German (Pape)

Hom. für ἀνανεῖται.