ἀνανέομαι
From LSJ
English (LSJ)
A mount up, οὐδ' ὅπῃ [ἠέλιος] ἀννεῖται Od.10.192.
German (Pape)
[Seite 199] Hom. ἀννεῖται ἠέλιος, die Sonne geht auf, Od. 10, 192.
French (Bailly abrégé)
1prés. poét. ἀννέομαι;
revenir.
Étymologie: ἀνά, νέομαι.
2-οῦμαι;
augmenter, s'accumuler.
Étymologie: ἀνά, νέω⁴.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανέομαι: эп. ἀννέομαι вновь восходить (ἀννεῖται ἠέλιος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέομαι: ποιητ ἀννέομαι, ἀποθ., ἀνέρχομαι, ἀνατέλλω, οὐδ’ ὅπῃ ἀννεῖται (ποιητ. ἀντὶ ἀνανεῖται) ἠέλιος Ὀδ. Κ. 192.
English (Autenrieth)
come up again, rise, ἀννεῖται ἠέλιος, Od. 10.192†.
Greek Monotonic
ἀνανέομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., ανέρχομαι, ανατέλλω, ἀννεῖται (Επικ. αντί ἀνανεῖται), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[Dep. only in pres.]
to mount up, ἀννεῖται (epic for ἀνανεῖται) Od.