ἀνοίκητος

English (LSJ)

ἀνοίκητον, = ἀοίκητος, Hdt.4.31.

Spanish (DGE)

-ον deshabitado ἀνοίκητα τὰ πρὸς βορῆν ἐστί Hdt.4.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκητος: -ον, ἀμφ. ἀντὶ ἀοίκητος, Λοβ. Φρύνιχ. 731.

Greek Monolingual

ἀνοίκητος, -ον (Α) οικώ
βλ. αοίκητος.

German (Pape)

unbewohnt; doch scheint ἀοίκητος die vorzüglichere Form. S. Lobeck Phryn. p. 731.