οικώ

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) οίκος
1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», Ηρόδ.
β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη
μσν.-αρχ.
μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου, εδρεύω (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», Σοφ.
β. «οἰκῆσαν ψυχαῖς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως κάτοικος ή ως άποικος σε έναν τόπο (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», Θουκ.
β. «τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με σπίτι ή με πόλη) διοικώ, κυβερνώοἴκει τὴν πόλιν ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)
3. μτφ. διευθύνω, κατευθύνω («μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν», Ευρ.)
4. (αμτβ.) α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως κατοικία μου, διαμένω («ναοῖσι δ' οἰκεῖς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», Ευρ.)
β) κείμαι, ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῦσι», Ξεν.)
γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», Πλάτ.).