ἀνολυμπιάς
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολυμπιάς: ἡ, ὀλυμπιὰς μὴ γραφεῖσα ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν ὀλυμπιάδων, περὶ τῆς 34 καὶ τῆς 104 Ὀλυμ., «ταύτας τὰς ὀλυμπιάδας ... ἀνολυμπιάδας οἱ Ἠλεῖοι καλοῦντες οὐ σφᾶς ἐν καταλόγῳ τῶν ὀλυμπιάδων γράφουσιν» Παυσ. 6. 22, 3, πρβλ. Διόδ. 15. 78.