ἀνστρέψειαν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao. opt. de ἀναστρέφω.

German (Pape)

verkürzte Form für ἀναστρέψειαν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνστρέψειαν: эп. 3 л. pl. aor. opt. к ἀναστρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνστρέψειαν: ποιητ. ἀντὶ ἀναστρέψειαν.

English (Autenrieth)

see ἀναστρέφω.

Greek Monotonic

ἀνστρέψειαν: ποιητ. αντί ἀνα-στρέψειαν.