ἀντέω

German (Pape)

[Seite 248] s. ἀντάω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤντεον;
ion. c. ἀντάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέω: Ἰωνικ. ἀντὶ ἀντάω, οἱ δ’ ἤντεον ἀλλήλοισιν Ἰλ. Η. 423.

Russian (Dvoretsky)

ἀντέω: ион. = ἀντάω.