ἀντάω
English (LSJ)
A Ep. impf. ἤντεον Il.7.423:
I c. dat. pers., come opposite to, meet face to face, meet with, ἥ οἱ ἔπειτ' ἤντησ' ib.6.399; ἤντεον ἀλλήλοισιν 7.423; so also in Trag., ἀνέμοις ἀ. A.Supp.36; πατρί S.Tr.902, etc.
II = ἀντιάω, c. gen.,
1 c. gen. pers., meet in battle, εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν Od.16.254, cf. Il.16.423: also without any hostile sense, σπέρμα μὲν ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν by lineage she reached, went up to the Erechtheidae, S.Ant.982.
2 c. gen. rei, meet with, take part in, partake in or of, μάχης, δαίτης, Il.7.158, Od.3.44; κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς how thou hast gained sight of him, ib.17.44, cf. 3.97; so ἀ. ξεινίων Hdt.2.119; ἁλώσιος Pi. O.10(11).42; ἀ. τινὸς ὑπό τινος meet with such and such treatment from another, Hdt.1.114; σφῷν.. θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC1445.
III c. acc., ἤν νιν πομπαῖς ἀντήσῃς E.IA150 (s.v.l.).—The simple Verb never in Com. or Att. Prose; but cf. ἀπαντάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἤντεον Il.7.423]
I c. régimen de pers.
1 encontrarse con c. dat. ἥ οἱ ἔπειτ' ἤντησ' Il.6.399, ἤντεον ἀλλήλοισιν Il.l.c., πατρί S.Tr.902, E.Io 802, Μενέλᾳ E.Tr.212, ἄντησον ἡμῖν ven a mí, PPetr.2.13.5.6 (II a.C.)
•c. πρός y ac. πρός με ἔσω ἀντᾶτε venid a mi encuentro dentro, Mim.Fr.Pap.Adult.8
•c. ac. ἤν νιν ... ἀντήσῃς si te la encuentras E.IA 150, Ἀργεῖον ... στόλον A.Supp.324.
2 c. gen. encontrarse con en sentido hostil εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν Od.16.254, τοῦδ' ἀνέρος Il.16.423, cf. B.13.127
•tb. c. dat. ἀνέμοις A.Supp.36.
II c. régimen de cosa
1 c. gen. de abstr. o nombres de acción participar μάχης Il.7.158, δαίτης Od.3.44, ὀπωπῆς Od.3.97, 17.44, κακῶν S.OC 1445, ἁλώσιος Pi.O.10.42
•ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε se quejó del trato recibido por parte de Ciro Hdt.1.114.
2 c. ac. σπέρμα ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν pertenecía a la familia de los Erectidas S.Ant.982.
German (Pape)
[Seite 245] (ἄντα), ion. ἀντέω, Hom. impf. ἤντεον Il. 7, 423 (vgl. ἀντιάω u. das in Prosa dafür übliche ἀπαντάω), begegnen, entgegenkommen; von Personen, οὐ γὰρ ἔγωγε ἤντησ' οὐδὲ ἴδον Il. 4, 375; c. dat. Il. 6, 399. 7, 423; Soph. Tr. 898 Ai. 529; Eur. Ion. 802; c. gen. Od. 16, 254, im feindlichen Sinne, wie Il. 16, 423. Von Sachen, (zufällig) theilhaftig werden, mit dem gen., μάχης Il. 7, 158; ὀπωπῆς Od. 4, 327, d. i. sehen; δαίτης 3, 44; ἁλώσιος, gefangen werden, Pind. Ol. 11, 44; ἁλός Aesch. Suppl. 36; ξεινίων Her. 2, 119; τῶν ἀπὸ Κύρου ἤντησε, was ihm vom Cyrus widerfahren, 1, 114; so auch sp. D.; ἐδωδῆς Opp. H. 4, 217. – Auch mit acc., Soph. Ant. 969, ch., ἃ σπέρμα μὲν ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν, oder richtiger auch hier c. gen. u. σπέρμα absol. der Abkunft nach; O. C. 1446 nach einigen mss. σφῷν ἀντῆσαι κακόν, v.l. κακῶν.
French (Bailly abrégé)
ἀντῶ :
impf. ἤντων, f. ἀντήσω, ao. ἤντησα, pf. inus.
1 rencontrer, dat., rar. acc.;
2 se rencontrer avec, en venir aux mains avec, gén.;
3 rencontrer, obtenir, avoir part à : μάχης IL rencontrer un combat, càd un adversaire ; δαίτης OD prendre part à un repas ; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς OD (dis-moi tout) comme tes yeux l'ont vu litt. comme tu en as rencontré la vue ; τινος ἀπό τινος éprouver un certain traitement de la part de qqn ; avec l'acc. : σπέρμα ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν SOPH le destin l'a fait naître de la race des Érechthéides.
Étymologie: ἄντα ou ἀντί.
Russian (Dvoretsky)
ἀντάω: ион. ἀντέω (случайно) встречаться, сходиться, сталкиваться (τινι Hom., Soph., Eur. и τινος Hom., Her., редко τι Aesch.): ἀ. τινος Hom. вступать в бой с кем-л.; ἀνέμοις ἀντήσαντες Aesch. застигнутые ветрами; ἃ δὲ σπέρμα (acc.) ἄντασε Ἐρεχθειδᾶν Soph. род ее восходил к Эрехтидам; τῶν ὑπὸ (v.l. ἀπὸ) Κύρου ἤντησε Her. обращение, которому он подвергся со стороны Кира; ἀ. δαίτης τινός Hom. оказываться у кого-л. на пиру; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς; Hom. как довелось тебе увидеть (Одиссея)?; ξεινίων ἀ. μεγάλων Her. встретить весьма радушный прием; ἀντῆσαι κακῶν Soph. стать жертвой несчастий.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάω: ποιητ.: εὐκτ. ἀντῴη Σοφ. Τρ. 902: Ἰων. παρατ. ἤντεον Ὅμ.: μέλλ. ἀντήσω: πρκμ. ἤντηκα: (ἄντα, ἀντί): Ι. μετὰ δοτ. προσ., ἔρχομαι ἀπέναντί τινος, συναντῶ αὐτὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, συναντῶ τινα, ἥ οἱ ἔπειτ’ ἤντησ’ Ἰλ. Ζ. 399· ἤντεον ἀλλήλοισιν Η. 423· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., ἀνέμοις ἀντ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 57· πατρὶ Σοφ. Τρ. 902. κτλ.: πρβλ. ἀντιάζω ΙΙ. ΙΙ. = ἀντιάω μετὰ γεν. 1) μετὰ γεν. προσώπ., συναντῶ ἐν τῇ μἀχῃ, εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν Ὀδ. Π. 254, πρβλ. Ἰλ. Π. 423: - Ὡσαύτως ἄνευ τινὸς ἐχθρικῆς σημασίας, σπέρμα μέν… ἄντασ’ Ἐρεχθειδᾶν, κατὰ μὲν τὴν καταγωγὴν ἔφθασε μέχρι τῶν Ἐρεχθειδῶν, Σοφ. Ἀντ. 982. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συναντῶ, λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω τινός, μάχης, δαίτης Ἰλ. Η. 158, Ὀδ. Γ. 44· κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, πῶς ἔσπευσας νὰ τὸν ἴδῃς (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ μετὰ πατρὸς ἀκουὴν) Ὀδ. Ρ. 44, πρβλ. Γ. 93-97· οὕτως, ἀντ. ξεινίων Ἡρόδ. 2. 119· ἁλώσιος Πινδ. Ο. 10 (11). 49· ἀντᾶν τινὸς ὑπό τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε, παρεπονεῖτο εἰς τὸν πατέρα του δι’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Κῦρον, Ἡρόδ. 1. 114· σφὼ (οὕτως ὁ Ἐλμσλ. ἀντὶ σφῷν)… ἀρῶμαι μή ποτ’ ἀντῆσαι κακῶν Σοφ. Ο. Κ. 1445. ΙΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. (πρβλ. ἀντιάζω Ι.), Ἀργεῖον ἀντήσας στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 323· ἔνθα τὸ χειρόγρ. ἀνστήσας (ὅθεν ὁ Paley ἀνστήσῃς): - Τὸ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 150, ἢν γάρ νιν πομπαῖς ἀντήσῃς τό νιν πιθανῶς παρεισέφρησεν. - Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ πεζοῖς Ἀττ.: πρβλ. ἀπαντάω.
English (Autenrieth)
(cf. ἀντί, ἄντα), ipf. ἤντεον, fut. ἀντήσω, aor. ἤντησα, subj. ἀντήσομεν: meet, encounter; of persons, w. dat., Il. 6.399, Il. 7.423; of things, w. gen., μάχης, δαίτης, ‘come straight to,’ Od. 3.44 ; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ‘got sight of him face to face,’ Od. 4.327.
English (Slater)
ἀντάω meet with, c. gen. ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42)
Greek Monolingual
ἀντάω (Α)
1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον
2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση
3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από
4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι
5. παθαίνω κάτι από κάποιον
6. συντυχαίνω, λαχαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άντα.
ΣΥΝΘ. συναντώ, απαντώ, συναπαντώ, προϋπαντώ, προαπαντώ, καταντώ
αρχ.
ανθυπαντώ, αντισυναντώ, διαπαντώ, εξαντώ, εξαπαντώ, επισυναντώ, παρυπαντώ, προσαντώ, προσαπαντώ, υπαπαντώ, υπαντώ, προσυπαντώ].
Greek Monotonic
ἀντάω: ποιητ. γʹ ενικ. ευκτ. ἀντῴη· Ιων. παρατ. ἤντεον· μέλ. ἀντήσω· Δωρ. αορ. αʹ ἄντᾱσα· παρακ. ἤντηκα· (ἄντα)
I. με δοτ. προσ., έρχομαι αντίθετα προς, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, αντιπαρατίθεμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. με γεν., είτε:
1. γεν. προσ., συναντώ στη μάχη, σε Όμηρ., είτε:
2. με γεν. πράγμ., παίρνω μέρος σε, μετέχω σε, στον ίδ.· ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, πώς έσπευσες να τον δεις, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἀντ. ξεινίων, σε Ηρόδ.· κακῶν, σε Σοφ.· ομοίως, ἄντασε Ἐρεχθειδᾶν, είχε συμμετοχή στο φόνο τους, στον ίδ.
Middle Liddell
ἄντα
I. c. dat. pers. to come opposite to, meet face to face, meet with, Il., Trag.
II. c. gen., either
1. gen. pers. to meet in battle, Hom.; or
2. gen. rei, to take part in, partake in or of, Hom.; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς how thou hast sped in getting sight of him, Od.; so, ἀντ. ξεινίων Hdt.; κακῶν Soph.; so, ἄντασεἘρεχθειδᾶν partook of their blood, Soph.